- χρεωστία
- χρεωσ-τία, ἡ,A indebtedness, Vett.Val.37.26, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρεωστία — ἡ, Α [χρεώστης] η κατάσταση τού χρεώστη … Dictionary of Greek
χρεωστίας — χρεωστίᾱς , χρεωστία indebtedness fem acc pl χρεωστίᾱς , χρεωστία indebtedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωστίαις — χρεωστία indebtedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)